παγγυναικί
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
English (LSJ)
Adv.
A with all their women, παμπαιδὶ καὶ π. D. C.41.9.
German (Pape)
[Seite 435] mit allen Frauen, neben παμπαιδὶ παρῆσαν, D. Cass. 41, 9.
Greek (Liddell-Scott)
παγγῠναικί: Ἐπίρρ. μεθ’ ὅλων τῶν γυναικῶν, παμπαιδὶ καὶ παγγυναικί, μεθ’ ὅλων τῶν γυναικῶν καὶ παιδίων, Δίων Κ. 41. 9.
Greek Monolingual
παγγυναικί (Α)
επίρρ. μαζί με όλες τις γυναίκες («παμπαιδὶ καὶ παγγυναικὶ παρῆσαν», Δἴων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + γυνή, γυναικός + επιρρμ. κατάλ. -ί].