παιχνιδιάρικος
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
Greek Monolingual
και παιγνιδιάρικος, -η, -ο παιχνιδιάρης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παιχνιδιάρη («παιχνιδιάρικα καμώματα»)
2. μτφ. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, χαριτωμένος.
επίρρ...
παιχνιδιάρικα
με παιχνιδιάρικο τρόπο.