παλινέμπορος

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλινέμπορος Medium diacritics: παλινέμπορος Low diacritics: παλινέμπορος Capitals: ΠΑΛΙΝΕΜΠΟΡΟΣ
Transliteration A: palinémporos Transliteration B: palinemporos Transliteration C: palinemporos Beta Code: paline/mporos

English (LSJ)

ὁ,

   A retail-dealer, Phot.

German (Pape)

[Seite 450] ὁ, = παλιγκάπηλος, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

παλινέμπορος: ὁ, ὁ εἰς μικρὰ ποσὰ ἐμπορευόμενος, πωλῶν «λιανικῶς», μεταπράτης, Φώτ.· πρβλ. παλιγκάπηλος.

Greek Monolingual

παλινέμπορος, ὁ (Α)
μεταπράτης, μεταπωλητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ἔμπορος.