πάλτο
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
A v. πάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
πάλτο: Ἐπικ. συγκεκομμ. ἀόρ. μέσ. τοῦ πάλλω, ἐπὶ παθητ. σημασ.
French (Bailly abrégé)
v. πάλλω.
English (Autenrieth)
see πάλλω.
Greek Monolingual
το
επενδύτης, πανωφόρι από χονδρό ύφασμα ή δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. palto < γαλλ. paletot < αρχ. αγγλ. paltok].