πάμφι
From LSJ
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
Full diacritics: πάμφῐ | Medium diacritics: πάμφι | Low diacritics: πάμφι | Capitals: ΠΑΜΦΙ |
Transliteration A: pámphi | Transliteration B: pamphi | Transliteration C: pamfi | Beta Code: pa/mfi |
Adv.,
A = παντάπασι, Hsch.
πάμφῐ: Ἐπίρρ., = παντάπασι, Ἡσύχ.
πάμφι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «παντάπασι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶν + κατάλ. -φι, πιθ. οργανικής πτώσης, που απαντά στη Μυκηναϊκή και στον Όμηρο (πρβλ. νόσ-φι)].