Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παλληκαριά

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

Greek Monolingual

και παληκαριά και παλικαριά, η παλληκάρι
1. η ιδιότητα του παληκαριού, γενναιότητα, ανδρεία
2. γενναία πράξη, ανδραγάθημα, κατόρθωμα
3. στον πληθ. οι παληκαριές
πράξεις που έχουν σκοπό την επίδειξη ανδρείας, παληκαρισμοί.