παλληκαριά
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
Greek Monolingual
και παληκαριά και παλικαριά, η παλληκάρι
1. η ιδιότητα του παληκαριού, γενναιότητα, ανδρεία
2. γενναία πράξη, ανδραγάθημα, κατόρθωμα
3. στον πληθ. οι παληκαριές
πράξεις που έχουν σκοπό την επίδειξη ανδρείας, παληκαρισμοί.