παλληκαριά
From LSJ
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
Greek Monolingual
και παληκαριά και παλικαριά, η παλληκάρι
1. η ιδιότητα του παληκαριού, γενναιότητα, ανδρεία
2. γενναία πράξη, ανδραγάθημα, κατόρθωμα
3. στον πληθ. οι παληκαριές
πράξεις που έχουν σκοπό την επίδειξη ανδρείας, παληκαρισμοί.