πανέντιμος
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
[Seite 459] ganz in Ehren, sehr geehrt, Eust. u. a. Sp.
πᾰνέντῑμος: -ον, πάνυ ἔντιμος, Εὐστ. Πονημ. 336. 77, κλ.
-ον, Μ
εξαιρετικά έντιμος, εντιμότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἔντιμος.