πανέστιος

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον → not for man to attempt

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνέστιος Medium diacritics: πανέστιος Low diacritics: πανέστιος Capitals: ΠΑΝΕΣΤΙΟΣ
Transliteration A: panéstios Transliteration B: panestios Transliteration C: panestios Beta Code: pane/stios

English (LSJ)

ον, (ἑστία)

   A with all the household, Plu.Sol.24.

German (Pape)

[Seite 459] mit dem ganzen Hause, Hausstande; αετοικιζόμενος Ἀθήναζε, Plut. Sol. 24; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνέστιος: -ον, (ἑστία) μετὰ πάσης τῆς οἰκογενείας, Πλουτ. Σόλων 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
avec toute la famille (propr. tout le foyer).
Étymologie: πᾶν, ἑστία.

Greek Monolingual

-ον, ΑΜ
αυτός που είναι με όλη την οικογένεια του, με όλο το νοικοκυριό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἑστία (πρβλ. ομο-έστιος)].