πανορκία

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

German (Pape)

[Seite 461] ἡ, das Alles Beschwören, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πανορκία: ἡ, ἑτοιμότης πρὸς πάντα ὅρκον, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 228D.

Greek Monolingual

ἡ, Α
η ετοιμότητα για κάθε όρκο» το να ορκίζεται κανείς σε καθετί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ορκία (< -ορκος < ὅρκος), πρβλ. ψευδ-ορκία].