πανδοκεύω
English (LSJ)
(πάνδοκος)
A entertain as a host or innkeeper, Timocr. 1.10, Hdt.4.95, Pl.Lg.918e: abs., keep an inn or lodging-house, Thphr.Char.6.5:—Pass., to be furnished with inns, ὅσα μέρη -εύεται κατὰ τὴν δίοδον D.H.4.53.
German (Pape)
[Seite 458] ein πανδοκεύς sein, als Gastwirth aufnehmen, beherbergen; πανδοκεύοντα τῶν ἀστῶν τοὺς πρώτους καὶ εὐωχέοντα, Her. 4, 95; Plat. Legg. XI, 918 e, neben καπηλεύειν; Sp. – Pass., ὅσα μέρη πανδοκεύεται, D. Hal. 4, 53, mit Gasthäusern besetzt sein.
Greek (Liddell-Scott)
πανδοκεύω: (πάνδοκος) δέχομαι καὶ περιποιοῦμαι ξένον, Ἡρόδ. 4. 95, Πλάτ. Νόμ. 918Ε· ἀπολ., διατηρῶ πανδοκεῖον, δηλ. ξενοδοχεῖον, Θεοφρ. Χαρακτ. 6. - Παθ., ἔχω πανδοχεῖα, ὅσα μέρη πανδοκεύεται Διον. Ἁλ. 4. 53· - ἴδε πανδοκεῖον ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
héberger ou traiter tout le monde.
Étymologie: πάνδοκος.
Greek Monolingual
Α
βλ. πανδοχεύω.