πάνριζος

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνριζος Medium diacritics: πάνριζος Low diacritics: πάνριζος Capitals: ΠΑΝΡΙΖΟΣ
Transliteration A: pánrizos Transliteration B: panrizos Transliteration C: panrizos Beta Code: pa/nrizos

English (LSJ)

ον,

   A with all its roots, γένος IG7.2545.28.

Greek (Liddell-Scott)

πάνριζος: -ον, = πρόρριζος, ὄλοιτο πάνριζον γένος Καίβ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 502. 28.

Greek Monolingual

-ον, Α
σύρριζα, ο με όλες του τις ρίζες («ὄλοιτο πάνριζον γένος» — να χαθεί όλη η γενιά, απ' τη ρίζα, επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ριζος (< ῥίζα), πρβλ. αργυρό-ριζος].