πάνριζος

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνριζος Medium diacritics: πάνριζος Low diacritics: πάνριζος Capitals: ΠΑΝΡΙΖΟΣ
Transliteration A: pánrizos Transliteration B: panrizos Transliteration C: panrizos Beta Code: pa/nrizos

English (LSJ)

πάνριζον, with all its roots, γένος IG7.2545.28.

Greek (Liddell-Scott)

πάνριζος: -ον, = πρόρριζος, ὄλοιτο πάνριζον γένος Καίβ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 502. 28.

Greek Monolingual

-ον, Α
σύρριζα, ο με όλες του τις ρίζες («ὄλοιτο πάνριζον γένος» — να χαθεί όλη η γενιά, απ' τη ρίζα, επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ριζος (< ῥίζα), πρβλ. αργυρόριζος].