ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(μτβ. και αμτβ.) βράζω κάτι ή βράζω ο ίδιος περισσότερο από όσο πρέπει ή από όσο χρειάζεται («τά παράβρασες τα φασόλια και χύλωσαν» β. «τα χόρτα έχουν παραβράσει»).