διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
και μπαράγκα και μπαράκα, η
πρόχειρο, μικρό συνήθως, οίκημα κατασκευασμένο από σανίδες, παράπηγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μπαράκα (< ιταλ. baracca) με μετάθεση της ηχηρότητας].