παρακρέμαμαι
From LSJ
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
English (LSJ)
Pass.,
A hang beside, Luc.Asin.23 : metaph., to be dependent, τὰ παρακρεμάμενα μέρη the dependencies of an empire, Plb. 5.35.10.
Greek (Liddell-Scott)
παρακρέμαμαι: Παθ., ἐξήρτημαι ἔκ τινος, τά παρακρεμάμενα, μέρη ἀπομεμακρυσμένα καὶ ἐξαρτώμανα ἔκ τινος ἐπικρατείας, Πολύβ. 5. 35, 10.
Greek Monolingual
Α
1. κρέμομαι δίπλα σε κάποιον ή σε κάτι
2. μτφ. εξαρτώμαι από κάτι («θεωρῶν δὲ πολλὰ τὰ παρακρεμάμενα μέρη καὶ μακρὰν ἀπεσπασμένα τῆς βασιλείας», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κρέμαμαι].