παράξυστον
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
τό, mason's tool, gloss on ὑπαγωγεύς, Sch.Ar.Av. 1150.
German (Pape)
[Seite 492] τό, ein Werkzeug der Maurer, ᾡ ἀπευθύνουσι τὰς πλίνθους πρὸς ἀλλήλας, Schol. Ar. Av. 1150.
Greek (Liddell-Scott)
παράξυστον: τό, ἐργαλεῖον τεκτονικὸν ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1150, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ὑπαγωγεύς· · πρβλ. ξυστόν, καὶ ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. ὑπαγωγεύς.
Greek Monolingual
τὸ, Α παραξύω
εργαλείο οικοδόμων με το οποίο έξυναν και έσιαζαν τα τούβλα μεταξύ τους.