παραπληγία

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

German (Pape)

[Seite 494] ἡ, ion. = παραπληξία, Lob. Phryn. 530.

Greek (Liddell-Scott)

παραπληγία: παραπληγικός, Ἰωνικ. ἀντὶ παραπληξία, παραπληκτικός.

Greek Monolingual

και παραπληξία, η / ιων. τ. παραπληγίη, ΝΜΑ
νεοελλ.
η παράλυση και τών δύο κάτω άκρων και του κατώτερου τμήματος του κορμού με συχνή και την απώλεια της αίσθησης του πόνου, της θερμότητας, της παλλαισθησίας και της θέσης τών μελών του σώματος ή και την παράλυση της ουροδόχου κύστεως και του ορθού
μσν.-αρχ.
παραφροσύνη, τρέλα
αρχ.
μερική παράλυση, ημιπληγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραπλήξ, -ῆγος / παράπληκτος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. paraplegie].