παραπλάγιος

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπλάγιος Medium diacritics: παραπλάγιος Low diacritics: παραπλάγιος Capitals: ΠΑΡΑΠΛΑΓΙΟΣ
Transliteration A: paraplágios Transliteration B: paraplagios Transliteration C: paraplagios Beta Code: parapla/gios

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A sidelong, oblique, Thphr.HP4.12.2.

German (Pape)

[Seite 494] an der Seite schräg, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

παραπλάγιος: [ᾰ], -ον, πλάγιος, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 12, 2.

Greek Monolingual

-α, -ο / παραπλάγιος, -ον, ΝΑ
ο λίγο πλάγιος, ο λίγο λοξός
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται δίπλα σε κάτι πλάγιο
2. φρ. «παραπλάγιος συστολέας»
ναυτ. συστολέας που βρίσκεται κοντά στον πλάγιο συστολέα, κν. το απάνω σεραπινέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πλάγιος. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].