οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
το / παραπόρτιον, ΝΜ
μικρή πλάγια θύρα
νεοελλ.
1. μικρή θύρα κοντά σε μεγάλη εξώθυρα
2. μικρή κρυφή θύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πόρτα + επίθημα -ιον].