παραμάχαιρον
From LSJ
English (LSJ)
[μᾰ], τό,
A side-dagger, colloquial word, Eust.413.39.
German (Pape)
[Seite 489] τό, dasselbe, Eust. 413, 39.
Greek (Liddell-Scott)
παραμάχαιρον: τό, πρόχειρον μικρὸν ἐγχειρίδιον τῆς ζώνης, Εὐστ. 413.39· παραμαχαιρίδιον: «ἀκινάκης: ἔστι δὲ ἐγχειρίδιον βαρβαρικὸν ὅ φασιν οἱ Ἕλληνες παραμαχαιρίδιον» Φαβωρῖν. κτλ.