παρακρουστικός

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

ή, όν,

   A = παρακοπτικός, Hp.Prorrh.1.11 ; πυρετός Ruf. ap. Orib.45.30.59 ; ἀγρυπνίαι Gal.7.467.    II deceitful, Poll.4.21. Adv. -κῶς ib.51.

German (Pape)

[Seite 485] ή, όν, = παρακοπτικός, Hippocr. u. Sp.; auch = betrügend, täuschend, Poll. 4, 21.

Greek (Liddell-Scott)

παρακρουστικός: ἡ, όν, = παρακοπτικός, Ἱππ. Προρρ. 68, κτλ. ΙΙ. ἀπατηλός, Πολυβ. Δ΄, 21˙ - Ἐπίρρ. -κῶς. αὐτόθι.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παρακρούω
1. αυτός που μαίνεται, παράφρονας, τρελός
2. απατηλός.
επίρρ...
παρακρουστικῶς (Α)
απατηλά.