παράφρονας
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
Greek Monolingual
παράφρων, -ον, ποιητ. τ. πάρφρων, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει χάσει το λογικό του, τρελός, φρενοβλαβής
2. (για ενέργεια, σκέψη κ.λπ.) ασύνετος, απερίσκεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -φρων (< φρήν, φρενός)].