παρέα
Greek Monolingual
η
1. συναναστροφή, συντροφιά (α. «χρόνια τώρα κάνουμε παρέα» β. «έχει κακές παρέες»)
2. ομάδα φίλων, συντρόφων, συνδαιτυμόνων κ.λπ. (α. «προχωρούσαν δυο παρέες» β. «χτες δεν ήταν στην παρέα μας, ήταν σε άλλη»)
3. στενός φίλος ή συνοδός (α. «είναι η παρέα μου» β. «ήλθε στον χορό με την παρέα της»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπαν. pareja].