κατακλάω
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
(A) [ᾱ], Att. for κατακλαίω (q.v.).
κατακλάω (B) [ᾰ], impf.
A κατέκλων Il.20.227, Hdt.9.62: aor. 1 -έκλᾰσα Pl.Phd.117d:—Pass., pf. and aor. (v. infr.):—break short, snap off, ἐπ' ἀνθερίκων καρπὸν θέον οὐδὲ κατέκλων Il.l.c.; κατεκλάσθη δ' ἐνὶ καυλῷ ἔγχος 13.608; τὰ δόρατα κατέκλων Hdt. l.c., cf. Pi.P.5.34; φυτευτήρια ἐλαῶν D.53.15; κατὰ δ' αὐχένα νέρθ' ἐπὶ γαίης κλάσσε bowed it down, Theoc.25.146; κ. τὸν ὀφθαλμόν ogle, Phryn.PSp.79 B.; but ὄμματα κατακεκλασμένα eyes with drooping lids, Arist.Phgn. 808a8; τὸ σῶμα . . -κέκλασται has been crushed, PMasp.77.12 (vi A.D.). II metaph., break down, οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε he broke us all down, Pl.Phd.l.c.; πάθος, εἴτ' οἶκτος εἴτ' αἰδώς, κατέκλασε τὴν διάνοιαν Plu.Tim.7; [Ἔρως] κατακλάσας τὸ σοβαρόν Id.2.767f:—more freq. in Pass., ἐμοί γε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ, κλαῖον δ' ἐν ψαμάθοισι καθήμενος Od.4.538; of fear, ἡμῖν δ' αὖτε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ δεισάντων 9.256, cf. 10.198; τὸ θράσος κατεκέκλαστο Plu. Fab.11; of passion, ἐρώτων . . νόσῳ φρένας . . κατεκλάσθη E.Hipp.766 (lyr.); of pity, οὐδὲ κατεκλάσθης Call.Del.107; of persuasion, D.L. 7.114. 2 Pass., κατακεκλασμένος reduced by fever, Hp.Coac.510: metaph., of character, to become enfeebled, degenerate, Aristeas 149: in pf. part. Pass., enervated, effeminate, of men, Com.Adesp.339.2; γραφαὶ κ. D.H.Comp.18:—Act., κ. ἑαυτόν, of an effeminate dancer, Luc.Symp.18, Salt.27. III Pass., of light, to be refracted, opp. ἀνακλᾶσθαι (to be reflected), ὄψεως -κλωμένης Placit.3.18.1; of sound, αἱ κατακλώμεναι φωναὶ μετὰ φαρμακείην broken, feeble voice, Hp. Coac.246.