παρημελημένως

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρημελημένως Medium diacritics: παρημελημένως Low diacritics: παρημελημένως Capitals: ΠΑΡΗΜΕΛΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: parēmelēménōs Transliteration B: parēmelēmenōs Transliteration C: parimelimenos Beta Code: parhmelhme/nws

English (LSJ)

Adv., (παραμελέω)

   A negligently, διατρεφόμενος Plu. 2.34od, f.l. in D.H.7.12.

German (Pape)

[Seite 521] adv. part. perf. pass. von παραμελέω, vernachlässigt, Dion. Hal. 7, 12 Luc. amor. 50.

Greek (Liddell-Scott)

παρημελημένως: Ἐπίρρ., ἀμελῶς, ἀπερισκέπτως, Διον. Ἁλ. 7. 12.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. απερίσκεπτα, αμελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρημελημένος του παραμελῶ].