παρθενικότητα

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. το γνώρισμα της παρθένου, η παρθενία
2. μτφ. αγνότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθενικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις].