παρουσίαση
From LSJ
Greek Monolingual
η παρουσιάζω
1. το να παρουσιάσει κάποιος κάτι («η παρουσίαση τών νέων στοιχείων στο δικαστήριο μετέβαλε την ατμόσφαιρα)
2. το να συστήσει κανείς κάποιον σε ανώτερό του («η παρουσίαση είχε αυστηρό τυπικό»)
3. η επίδειξη ενώπιον κάποιου («η παρουσίαση τών εκθεμάτων ικανοποίησε τους επισκέπτες της έκθεσης»)
4. η αυτοπρόσωπη εμφάνιση κάποιου σε ανώτερο του
5. (σχετικά με τηλεοπτ. εκπομπή)
μετάδοση, εκφώνηση
6. παράσταση.