πάχης

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάχης Medium diacritics: πάχης Low diacritics: πάχης Capitals: ΠΑΧΗΣ
Transliteration A: páchēs Transliteration B: pachēs Transliteration C: pachis Beta Code: pa/xhs

English (LSJ)

[ᾰ], ητος, ὁ, ἡ,,

   A fleshy, stout, Tz.H.9.305.    II πάχητες· πλούσιοι, παχεῖς, Hsch. ; cf. παχύς 11.

Greek (Liddell-Scott)

πάχης: -ητος, ὁ, ἡ, παχύς, πολύσαρκος, Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4. 7, 17, Τζέτζ. Ἱστ. 9, 304. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «πάχητες· πλούσιοι, παχεῖς».

Greek Monolingual

-ητος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. παχύς, παχύσαρκος
2. στον πληθ. πάχητες
παχείς, πλούσιοι, εύποροι (Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχύς + επίθημα -ης, -ητος κατά το πένης, -ητος].