παχυκάρδιος

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχυκάρδιος Medium diacritics: παχυκάρδιος Low diacritics: παχυκάρδιος Capitals: ΠΑΧΥΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: pachykárdios Transliteration B: pachykardios Transliteration C: pachykardios Beta Code: paxuka/rdios

English (LSJ)

ον,

   A = βαρυκάρδιος, Gloss.

German (Pape)

[Seite 539] dickherzig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχῠκάρδιος: -ον, = βαρυκάρδιος, «τί δέ ἐστι βαρυκάρδιοι, παχυκάρδιοι, σαρκικοὶ» Ἰω. Χρυσ. εἰς τοὺς Ψαλμ. 1, 528, 3.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο ψυχικά αναίσθητος, αδιάφορος, ασυγκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. βαρυ-κάρδιος].