παχυκάρδιος
From LSJ
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
English (LSJ)
παχυκάρδιον, = βαρυκάρδιος (hard of heart), Glossaria.
German (Pape)
[Seite 539] dickherzig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχῠκάρδιος: -ον, = βαρυκάρδιος, «τί δέ ἐστι βαρυκάρδιοι, παχυκάρδιοι, σαρκικοὶ» Ἰω. Χρυσ. εἰς τοὺς Ψαλμ. 1, 528, 3.
Greek Monolingual
-ον, Α
ο ψυχικά αναίσθητος, αδιάφορος, ασυγκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. βαρυκάρδιος].