διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
[Seite 542] ἡ, Landjagd, Plat. Soph. 223 b.
ἡ, Α
πιθ. κυνήγι χερσαίων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -θηρία (< θήρ, θηρός), πρβλ. ζωο-θηρία].