πεντηκοντακέφαλος
From LSJ
English (LSJ)
ον, = foreg., Simon.203, f. l. in Pi. Fr.93 (ἑκατοντακάρανον cj. Herm.) ; cited from Hes. (v. foreg.) by Sch.S. Tr.1098.
German (Pape)
[Seite 558] = Vorigem, v. l. Hes. Th. 312.
Greek (Liddell-Scott)
πεντηκοντᾰκέφᾰλος: -ον, = τῷ προηγ., Σιμωνίδ. 207 παρὰ Πινδ. Ἀποσπ. 93, ὁ Ἕρμανν. διορθοῖ ἑκατοντακάρανον.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
πεντηκοντακάρηνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. δι-κέφαλος.