περδικούλα

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436

Greek Monolingual

η πέρδικα
1. υποκορ. του πέρδικα, μικρή ή νεαρή πέρδικα
2. θωπευτική προσφώνηση πέρδικας
3. μτφ. φρ. «το λέει η περδικούλα του» — το λέει η καρδιά του, είναι θαρραλέος.