περδικούλα
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
Greek Monolingual
η πέρδικα
1. υποκορ. του πέρδικα, μικρή ή νεαρή πέρδικα
2. θωπευτική προσφώνηση πέρδικας
3. μτφ. φρ. «το λέει η περδικούλα του» — το λέει η καρδιά του, είναι θαρραλέος.