περιήχηση
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
η / περιήχησις, -ήσεως, ΝΜΑ περιηχώ
η αντήχηση
αρχ.
καθοδήγηση προς το κακό, σε αντιδιαστολή με την κατήχηση.