περιρραφή

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν περιρράπτω
1. η ραφή γύρω από κάτι, η ραφή κομματιού υφάσματος αφού το αναδιπλώσουμε, το στρίφωμα, το ρέλιασμα
2. ιατρ. η περίπαρση.