περίωπος

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίωπος Medium diacritics: περίωπος Low diacritics: περίωπος Capitals: ΠΕΡΙΩΠΟΣ
Transliteration A: períōpos Transliteration B: periōpos Transliteration C: periopos Beta Code: peri/wpos

English (LSJ)

ον,

   A visible all round, Hsch. s.v. ἀμφίσωπον : in Orph.A.14 περιωπέα . . Ἔρωτα is prob. f.l. for πυριωπέα.

Greek (Liddell-Scott)

περίωπος: -ον, ὁρατὸς πανταχόθεν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀμφίσωπον· ― ἐν τοῖς Ὀρφ. Ἀργ. 14 ἀντὶ περιωπέα, κυδρὸν Ἔρωτα, ὁ Ruhnk. προύτεινε πυρσωπέα, ἀλλ’ ἴσως ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι ἀπερωπέα (ποιητ. ἀντὶ ἀπεριωπέα), ἴδε ἀπέρωτος.

Greek Monolingual

-ον, Α
φανερός από παντού, περίοπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -ωπος (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός, όψη»), πρβλ. μέτ-ωπον, πρόσ-ωπον].