Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πετονιά

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

Greek Monolingual

και πετουνιά, η, Ν
αλιευτικό όργανο από λεπτό και ανθεκτικό νήμα, συνήθως συνθετικό, που φέρει αγκίστρι στο άκρο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά την πιθανότερη άποψη, προέρχεται από το ρ. πετώ. Κατ' άλλους, όμως, η λ. προέρχεται από τον τ. απο-τονιά < από + τόνος «νήμα» ή από ένα αμάρτυρο επίθ. απότονος].