πίθηξ
From LSJ
English (LSJ)
[ῐ], ηκος, ὁ,
A dwarf, Procop.Goth.4.24. II = πίθηκος, Aesop.43b, Zonar.; = μιμώ, Suid.
German (Pape)
[Seite 614] ὁ, = πίθηκος, auch ein Zwerg, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
πίθηξ: [ῐ], -ηκος, ὁ, = πίθηκος, Ζωναρ.· ― ὡσαύτως = νᾶνος, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ηκος, ὁ, Α
1. πίθηκος
2. νάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του πίθηκος κατά το σχήμα φύλαξ: φύλακος.