Πιλάτος

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. ο Ρωμαίος επίτροπος της Ιουδαίας που παρέδωσε τον Χριστό στον σταυρικό θάνατο
2. ως προσηγ. καθετί που ενοχλεί ή ταλαιπωρεί (α. «σταμάτα τον αυτό τον πιλάτο» β. «άρχισε πάλι ο πιλάτος στο δόντι μου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Πιλᾶτος].