πλαγιόθεν

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰγιόθεν: Ἐπίρρ. ἐκ πλαγίου, μετὰ γεν., Achmes Ὀνειροκρ. 141.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. από τα πλάγια, από το πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μακρό-θεν)].