πιθηκίς
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
Greek (Liddell-Scott)
πιθηκίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ πίθηκος, Εὐσ. Πονημ. 325. 45.
Greek Monolingual
ἡ, Μ
μαϊμουδίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος + υποκορ. κατάλ. -ίς].