πλεξάνα
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
η, Ν
πλεξίδα κρεμμυδιών ή σκόρδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέξη κατά τα θηλ. σε -άνα (πρβλ. μπανάνα, φαγάνα, δαγκάνα)].