πλίσσω
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
German (Pape)
[Seite 637] schreiten, ausschreiten, weite Schritte machen, die Beine auseinandersperren; bei Hom. nur einmal, als deponens med., εὖ δὲ πλίσσοντο πόδεσσιν, Od. 6, 318, von trabenden Maulthieren, sie schritten wohl zu mit ihren Beinen; einzeln bei sp. D. – Nach den Gramm. ursprünglich = πλέκω, flechten, wie man denn beim Gehen gleichsam die Füße, einen abwechselnd vor den andern setzend, verflicht oder verschränkt; vgl. διαπλίσσω.
Greek Monolingual
και πλίσσομαι Α
(το ενεργ
και κυρίως το μέσ.)
1. βηματίζω διπλώνοντας το ένα σκέλος μετά το άλλο
2. (στον Όμ.) (για ημιόνους) βηματίζω γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Έχει προταθεί η σύνδεση του ρ. με τύπους όπως: αρχ. ιρλδ. sliassait «μηρός», αρχ. ινδ. plehate «πηγαίνω», αρχ. σλαβ. plesati «χορεύω»].