ποιφύγδην
From LSJ
English (LSJ)
Adv.
A blowing, puffing, hissing, Nic.Th.371.
German (Pape)
[Seite 653] adv., schnaubend, zischend, Nic. Ther. 371.
Greek (Liddell-Scott)
ποιφύγδην: Ἐπίρρ., μετὰ φυσήματος ἢ συριγμοῦ, κοινῶς, «φυσῶντας», «σφυρίζοντας», Νικ. Θηρ. 371.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με ισχυρό φύσημα ή με ισχυρό συριγμό, σφυριχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιφύσσω + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγ-δην].