ποιφύσσω
English (LSJ)
(redupl. form from φῦ, cf. φῦσα),
A blow, snort, Nic.Th.180 (ποιφύζειν v.l. ap. Sch.); Ζεφύρου μέγα ποιφύξαντος Euph.135; παιδικὰ ποιφυξεῖς, title of mime by Sophr. ap. Ath.7.324f.
II trans., blow up, Lyc.198; puff out, AP7.215 (Anyt.).
German (Pape)
[Seite 653] (scheint durch Reduplication aus φυσάω Schol. ποιφύζειν hat u. es sowohl πνεῖν erkl., aus Euphor. ζεφύρου μέγα ποιφύξαντος, als ἐκφοβεῖν, aus Sophron παιδικὰ ποιφύζεις, vgl. Ath. VII, 324 e); vgl. Anyte 12 (VII, 215); trans., anblasen, anfachen, eine Glut durch Blasen erregen, Lycophr. 198; übertr., anschnauben, bedrohen, in Schrecken setzen, s. Sophr. a. a. O.
French (Bailly abrégé)
I. intr. 1 souffler avec force;
2 être essoufflé;
II. tr. 1 gonfler par son souffle;
2 effrayer.
Étymologie: DELG φυσάω avec redoubl. intensif.
Russian (Dvoretsky)
ποιφύσσω: [удвоен. форма к φυσάω тяжело дышать, задыхаться Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ποιφύσσω: (δι’ ἀναδιπλ. ἐκ τοῦ φυσάω) φυσῶ, πνέω, Νικ. Θηρ. 180· Ζεφύρου μέγα ποιφύξαντος Εὐφορίων 95· παιδικὰ π., ὡς τὸ ἔρωτα πνεῖν, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 324Ε. ΙΙ. μεταβ., φυσῶ τι, ὡς ὅταν φυσᾷ τις τὸ πῦρ, κρατῆρος ὃν Μέλαινα ποιφύζει, ὅντινα θὰ φυσήσῃ ἡ Περσεφόνη ἢ ἡ Ἰφιγένεια, Λυκόφρ. 198· φουσκώνω, Ἀνθ. Π. 7. 215. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ποιφύξεις· ἐκφοβήσεις. καὶ τὸ φυσᾶν καὶ τὸ πνεῖν [ἐκ τοῦ] ποιφύσειν».
Greek Monolingual
Α
1. (αμτβ.) φυσώ δυνατά
2. (μτβ.) α) φυσώ κάτι, ιδίως τη φωτιά, και το κάνω να ανάψει
β) εξογκώνω, φουσκώνω
γ) μτφ. τρομάζω κάποιον με το ορμητικό φύσημά μου, επιπλήττω κάποιον με οργή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «πνοή, φύσημα, φυσερό», ενεστ. σχηματισμένος με εκφραστικό διπλασιασμό ποι- (λόγω ανομοίωσης τών δασέων), πρβλ. κοι-κύλλω, ποι-πνύω (βλ. και λ. φύσα)].
Greek Monotonic
ποιφύσσω: (αναδιπλ. τύπος από το φυσάω), φυσώ, πνέω· με αιτ., φυσώ κάτι, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to snort, to hiss, to puff, to blow (hell. poet., title in Sophr.), ποιφύξαι ἐκφοβῆσαι H.
Other forms: Dor. fut. -φυξω.
Derivatives: ποίφυγμα n. the blowing (A. Th. 280), ποιφύγδην adv. hissing (Nic.); the schol. on Nic. has a pres. ποιφύζειν.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Reduplicated intensive-formation of onomatopoeic charakter; s. on φῦσα.
Middle Liddell
ποιφύσσω, [redupl. form from φυσάω
to blow, snort: c. acc. to puff out, Anth.
Frisk Etymology German
ποιφύσσω: {poiphússō}
Forms: dor. Fut. -φυξῶ,
Grammar: v.
Meaning: ‘schnauben, zischen, aus-, aufblasen’ (hell. Dicht., Tit. bei Sophr.), ποιφύξαι· ἐκφοβῆσαι H.
Derivative: Davon ποίφυγμα n. das Schnauben (A. Th. 280), ποιφύγδην Adv. mit Zischen (Nik.).
Etymology: Reduplizierte Intensivbildung onomatopoetischen Charakters; s. zu φῦσα.
Page 2,574