οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
-ον, Μπολύ τιμώμενος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βλεπτος (< βλέπω), πρβλ. περί-βλεπτος].