πολυάρματος
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ον,
A with many chariots, S.Ant.149 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 659] mit vielen Wagen, reich an Streitwagen, Theben, Soph. Ant. 149.
Greek (Liddell-Scott)
πολυάρμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ ἅρματα, Σοφ. Ἀντ. 149F.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux chars nombreux.
Étymologie: πολύς, ἅρμα.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλά άρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ + -άρματος (< ἅρμα, -τος), πρβλ. ευ-άρματος, χρυσ-άρματος).