Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυγονία

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠγονία Medium diacritics: πολυγονία Low diacritics: πολυγονία Capitals: ΠΟΛΥΓΟΝΙΑ
Transliteration A: polygonía Transliteration B: polygonia Transliteration C: polygonia Beta Code: polugoni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A fecundity, Pl.Prt.321b, Arist.HA580b27, 624a1, Ph.2.211.

German (Pape)

[Seite 661] ἡ, Fruchtbarkeit; Plat. Prot. 321 b; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πολυγονία: ἡ, πολλὴ γονιμότης, τὸ γεννᾶν πολλὰ τέκνα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀλιγογονία, Πλάτ. Πρωτ. 321Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37, 4., 9. 40, 7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grande fécondité.
Étymologie: πολύγονος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πολύγονος
1. μεγάλη γονιμότητα
2. πολυτοκία («τοῖς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε τοῖς δ' ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν», Πλάτ.).