πολύρρυτος
From LSJ
Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt
English (LSJ)
A f.l. for παλίρρυτος, S. El.1420.
Greek (Liddell-Scott)
πολύρρῠτος: -ον, ὁ πολὺ ἢ ἰσχυρῶς ῥέων, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 843· ἐν Σοφ. Ἠλ. 1420, ὁ Bothe διώρθωσε παλίρρυτον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au cours abondant ou impétueux.
Étymologie: πολύς, ῥέω.
Greek Monolingual
και πολύρυτος, -ον, Α
(για τη θάλασσα) αυτός που ρέει, που κυλάει με μεγάλη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. μελί-ρρυτος].